κανναβόσκοινο
Смотреть что такое "κανναβόσκοινο" в других словарях:
κανναβόσκοινο — το σκοινί από καννάβι: Έδεσε τη βάρκα μ ένα κανναβόσκοινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανναβόσκοινο — το σκοινί από καννάβι: Έδεσε τη βάρκα μ ένα κανναβόσκοινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)